προσέζευκται

προσέζευκται
προσζεύγνυμαι
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσζεύγνυμι — Α 1. συνάπτω στον ζυγό, ενώνω με ζυγό κάτι με κάτι άλλο («προσζεύγνυμι τὸ ἄροτρον», Πορφ.) 2. συνδέω, συναρμόζω (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», Πλούτ. β. «ἡ τὸ πηδάλιον προσέζευκται», Αριστοτ.) 3. παθ. προσζεύγνυμαι συνέχομαι, συνορεύω («ἡ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”